- αντιχαίρω
- (Α ἀντιχαίρω)νεοελλ.αντιχαίρετεαπάντηση στον χαιρετισμό χαίρετεαρχ.χαίρομαι και εγώ, συμμερίζομαι τη χαρά κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιχαρεῖσα — ἀντιχαίρω rejoice in turn aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιχαρείς — ἀντιχαίρω rejoice in turn aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιχάρης — ἀντιχαίρω rejoice in turn aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… … Dictionary of Greek